γυψοποιία

γυψοποιία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γυψοποιία" в других словарях:

  • γυψοποιία — η 1. κατασκευή γύψου 2. βιομηχανία παρασκευής γύψου …   Dictionary of Greek

  • γυψοποιία — η 1.η κατασκευή του γύψου. 2. η βιομηχανία της παραγωγής γύψου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»